1 προ-στεφανόω
προ-στεφανόω, vorher bekränzen, προεστεφανώκει ἕκαστον πρὶν εἰςελϑεῖν στλεγγίδι χρυσῇ, Ath. IV, 128 c.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > προ-στεφανόω